- ανεπιθύμητος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν είναι επιθυμητός: Κατάλαβε ότι ήταν πια ανεπιθύμητος στη συντροφιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεπιθύμητος — η, ο (Α ἀνεπιθύμητος, ον) νεοελλ. 1. ο μη επιθυμητός, ο δυσάρεστος 2. αυτός που δεν προκαλεί ερωτική επιθυμία 3. «ανεπιθύμητος» ή «πρόσωπο ανεπιθύμητο» (λατ. persona non grata) αντιπρόσωπος διπλωματικός*, ο οποίος καλείται να εγκαταλείψει τη χώρα … Dictionary of Greek
ἀνεπιθύμητος — ἀνεπιθύ̱μητος , ἀνεπιθύμητος without desire masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιθυμήτως — ἀνεπιθῡμήτως , ἀνεπιθύμητος without desire adverbial ἀνεπιθῡμήτως , ἀνεπιθύμητος without desire masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιθύμητον — ἀνεπιθύ̱μητον , ἀνεπιθύμητος without desire masc/fem acc sg ἀνεπιθύ̱μητον , ἀνεπιθύμητος without desire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγύρευτος — η, ο [γυρεύω] 1. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν ζητιέται ή δεν ζητήθηκε, απούλητος, ανεπιθύμητος 2. αυτός για τον οποίο δεν φρόντισε κανείς, ο παραμελημένος 3. αυτός που, αν και συχνά μάς είναι αναγκαίος (γιατρός, ιερέας, φάρμακα κ.ά.),… … Dictionary of Greek
ανεθέλητος — η, ο (Α ἀνεθέλητος, ον) 1. ανεπιθύμητος, απευκταίος 2. στερούμενος βούλησης, άβουλος, άγνωμος … Dictionary of Greek
ανόρεκτος — κ. ανόρεχτος, η, ο (Α ἀνόρεκτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει όρεξη για φαγητό 2. απρόθυμος, κακόκεφος, κακοδιάθετος νεοελλ. (Σημειολ.) αυτός που πάσχει από ανορεξία αρχ. (με παθ. σημ.) ανεπιθύμητος … Dictionary of Greek
απευκταίος — α, ο (AM ἀπευκταῑος, α, ον) [απεύχομαι] αυτός που ο καθένας απεύχεται, δεν θέλει να γίνει, ανεπιθύμητος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το απευκταίο(ν) 1. το δυστύχημα 2. ο θάνατος … Dictionary of Greek
αποδιοπομπαίος — α, ο φρ. «αποδιοπομπαίος τράγος» 1. αυτός που αποδιώκεται από τους συνανθρώπους του ως ανεπιθύμητος 2. άτομο στο οποίο επιρρίπτονται οι ευθύνες των άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. «αποδιοπομπούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
απρόσδεκτος — ἀπρόσδεκτος, ον [προσδέχομαι] 1. ο ανεπιθύμητος 2. ο απαράδεκτος … Dictionary of Greek